- κωμῳδιοποιός
- κωμῳδιο-ποιός, later form for κωμῳδοποιός, Clearch.3, Ath.1.5b, etc., cf. Moer.p.240P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμωδιοποιός — κωμῳδιοποιός, ὁ (Α) βλ. κωμωδοποιός … Dictionary of Greek
κωμωδοποιός — ο (AM κωμῳδοποιός και κωμῳδιοποιός) αυτός που γράφει κωμωδίες, κωμοδιογράφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωμῳδός + ποιός (< ποιῶ] … Dictionary of Greek